- ακρομεγαλία
- Ασθένεια που οφείλεται σε υπερβολική έκκριση σωματοτρόπου ορμόνης από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης και χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου σε όλους τους ιστούς, τους μυς, τα οστά κλπ., ιδιαίτερα όμως στα ακραία τμήματα των χεριών, των ποδιών και του κεφαλιού. Χαρακτηριστικές είναι οι αλλοιώσεις στη μορφολογία: το πρόσωπο γίνεται επίμηκες με προγναθισμό, εξογκώνονται τα ζυγωματικά τόξα, τα ρινικά οστά και τα υπερκόγχια τόξα, παχαίνουν τα χείλη και η γλώσσα. Το δέρμα παχαίνει, αυξάνονται οι εκκρίσεις του, τα χέρια και τα πόδια μακραίνουν και παχαίνουν. Η πλάτη κυρτώνει, η κοιλιά προεξέχει, εμφανίζονται πονοκέφαλοι, ίλιγγοι, νευροψυχικές διαταραχές, διαταραχές στην όραση, γρήγορη κόπωση, εξασθένηση των πνευματικών ικανοτήτων και συχνά σεξουαλική ανικανότητα στους άντρες και παύση της εμμηνορρυσίας στις γυναίκες. Παρατηρείται επίσης και αύξηση του όγκου των σπλάχνων (σπλαγχνομεγαλία). Η α. μελετήθηκε το 1880 από τον Γάλλο νευρολόγο Μαρί Πιέρ που έδειξε ότι οφείλεται σε αδένωμα από ηωσινόφιλα κύτταρα (κύτταρα που χρωματίζονται εύκολα με την κόκκινη χρωστική ηωσίνη) στην υπόφυση. Η α. εμφανίζεται συνήθως αφού ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του οργανισμού, αντίστοιχη όμως διαταραχή κατά την παιδική ηλικία οδηγεί σε γιγαντισμό. Η α., που λέγεται και μεγαλακρία, αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση στην υπόφυση και ακτινοθεραπευτικές μεθόδους.
Dictionary of Greek. 2013.